Ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο του συγγραφέα και ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο γράφτηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε σε 54 συνέχειες στην εφημερίδα Εστία από τις 9-4-1896 ως τις 8-6-1896. Οι μελετητές έχουν υποστηρίξει διάφορες απόψεις στην προσπάθειά τους να κατηγοριοποιήσουν το συγκεκριμένο έργο. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι είναι νουβέλα, άλλοι το έχουν χαρακτηρίσει διήγημα, ενώ άλλοι μυθιστόρημα. Ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης (Ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα, 1996, σ. 60) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στο πλαίσιο της πεζογραφίας, συχνά είναι δύσκολη η διάκριση της νουβέλας από το διήγημα, ενώ, από την άποψη της σύνθεσης ευρύτερων καταστάσεων, η νουβέλα ανήκει ως ένα βαθμό στο «γένος» του μυθιστορήματος… Έπειτα από όλα αυτά, νομίζω ότι ειδικά στην περίπτωση του Ζητιάνου δε θα είχε νόημα να επιμείνουμε στην πρόκριση ενός μονολεκτικού ειδολογικού χαρακτηρισμού».
Η ιστορία διαδραματίζεται στο χωριό Νυχτερέμι της Θεσσαλίας, που τότε βρισκόταν κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και ο χρόνος της ιστορίας διαρκεί τρεις μέρες. Ήρωες του διηγήματος είναι οι Καραγκούνηδες κάτοικοι του χωριού, ο ρουμελιώτης ζητιάνος Κώστας Τζιρίτης (ή Τζιριτόκωστας), ο παραγιός του ο Μουτζούρης, ο τελωνοφύλακας Πέτρος Βαλαχάς και οι κρατικές αρχές της Λάρισας. Το έργο ξεκινά με την περιγραφή του θεσσαλικού χωριού που βρίσκεται σε κατάσταση εξαθλίωσης. Ο Καρκαβίτσας στο πρώτο κεφάλαιο με παραστατικότητα και ρεαλισμό περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης καθώς και την εκμετάλλευση των φτωχών χωρικών από τους μεγαλοτσιφλικάδες της Θεσσαλίας και μας παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, κυρίως τον τελωνοφύλακα Βαλαχά και τον ζητιάνο που προσπαθεί να κερδίσει την συμπάθεια του. Ο Βαλαχάς σκληρός απέναντι στους ζητιάνους ξυλοφορτώνει τον Τζιριτόκωστα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Καρκαβίτσας κάνει μια παρεμβολή στη διήγησή του και μας περιγράφει το χωριό καταγωγής του ζητιάνου, τα Κράκουρα, όπου όλοι οι κάτοικοι έχουν ως κύριο επάγγελμά τους τη ζητιανιά. Οι γεροντότεροι έχουν ως έργο να «διδάξουν» στους νεότερους την τέχνη της επαιτείας και χαρακτηριστικός είναι ο Κουτσοκουλόστραβος χορός, που μιμείται τις κινήσεις και τις εκφράσεις των ανάπηρων ανθρώπων. Μεγαλωμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Τζιριτόκωστας έδειξε από μικρή ηλικία την έφεσή του στην επαιτεία. Νοίκιαζε φτωχά και ανάπηρα παιδιά από τους γονείς τους, τους μάθαινε τα μυστικά της ζητιανιάς και ταξίδευε μαζί τους σε όλη την Ελλάδα, τη Σμύρνη, την Πόλη, μέχρι τη Βουλγαρία και τη Βλαχία. Όμως πλέον δεν ταξίδευε στο εξωτερικό. Του αρκούσαν τα εισοδήματα που κέρδιζε από τον Μωριά και τη Ρούμελη. Έτσι έφτασε στο Νυχτερέμι, όπου συναντήθηκε και ξυλοφορτώθηκε από τον Βαλαχά. Ο αδίστακτος Τζιριτόκωστας εκμεταλλεύεται την καλοσύνη των αφελών κατοίκων του χωριού, οι οποίοι τον λυπούνται και τον φροντίζουν. Μόλις απομακρύνονται και τον αφήνουν να ξεκουραστεί, αποκαλύπτεται η πραγματική φύση του ζητιάνου. Πίνει απ’ το κρασί που του έδωσαν και λέει χαρακτηριστικά: «Στην υγειά σας, ζωντόβολα! Πάντα νάρχεστε, πάντα να φέρνετε!…»
Στο τρίτο κεφάλαιο, ο Καρκαβίτσας περιγράφει το πώς ο Τζιριτόκωστας εκμεταλλεύεται την αμάθεια και τις προλήψεις των γυναικών του χωριού για να κερδίσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί. Παρασύρει τις γυναίκες και προσαρμόζει τη συμπεριφορά του ανάλογα με τις επιθυμίες του εκάστοτε θύματός του. Πουλάει σε μία από αυτές που δεν έχει αρσενικά παιδιά το σερνικοβότανο και σε μια άλλη το αγαπόχορτο, με το οποίο πιστεύει πως θα κάνει τον αγαπημένο της να την επιθυμήσει. Βέβαια κανένα απ’ αυτά τα βότανα δεν έχει τις μαγικές ιδιότητες που υποστηρίζει ο ζητιάνος. Είναι μάλιστα τόσο αδίστακτος που εν γνώσει του δίνει σε μια χωρική που ζητά το σερνικοβότανο εκτρωτική σκόνη. Προσπαθώντας να δικαιολογηθεί σκέφτεται: «Αλλά γιατί και αυτή να μην είναι τόσον έξυπνη, ώστε να μη γελασθή; Έπειτα οι καπάτσοι από τους κουτούς θα ζήσουν».
Στο τέταρτο κεφάλαιο ο Καρκαβίτσας επινοεί ένα αναπάντεχο περιστατικό που θα δώσει την ευκαιρία στο ζητιάνο να εκδικηθεί τον Βαλαχά για το ξύλο που του έδωσε. Ο παραγιός του ζητιάνου, ο Μουτζούρης, πέθανε και οι χωριάτες τον βάζουν δίπλα στο στάβλο του σπιτιού του Βαλαχά. Όταν αυτός σηκώνεται από τον ύπνο, όλοι νομίζουν ότι ο Μουτζούρης βρικολάκιασε! Με πρωτεργάτη το ζητιάνο, βάζουν φωτιά στο σπίτι του Βαλαχά για να εξοντώσουν με αυτό τον τρόπο τον βρυκόλακα. Η φωτιά επεκτείνεται και καίει και το κονάκι του μπέη.
Στο τελευταίο κεφάλαιο εμφανίζονται απεσταλμένοι από τις κρατικές αρχές της Λάρισας, σταλμένοι για να διαπιστώσουν τι συνέβη στο Νυχτερέμι. Αρχικά υπέθεσαν ότι οι Καραγκούνηδες επαναστάτησαν εναντίον του Ντενίς μπέη που ακόμα κατείχε εκείνα τα εδάφη. Μετά από ανακρίσεις οι ντόπιοι κατηγορούν για όλα τον ζητιάνο, ο οποίος όμως δε βρίσκεται πια στο χωριό. Έχει κρυφτεί στα χωράφια, αφού πρώτα άλλαξε την αμφίεσή του και πλέον είναι ντυμένος σαν καραβοτσακισμένος ναυτικός, ο οποίος έχασε τα πάντα και περιφέρεται ζητιανεύοντας. Καταφέρνει μάλιστα να συγκινήσει με τις ψεύτικες ιστορίες του τον νομάρχη, τον ανακριτή και τους υπόλοιπους. Η έρευνα των αρχών ανακαλύπτει ζωντανό αλλά σε άθλια κατάσταση τον Βαλαχά και ο ανακριτής ζητά από τον μεταμφιεσμένο Τζιριτόκωστα να μεταφέρει στη Λάρισα τον Βαλαχά. Οι άνδρες κάτοικοι του χωριού συλλαμβάνονται και μεταφέρονται σιδεροδέσμιοι για να δικαστούν για τον εμπρησμό του κονακιού. Το έργο τελειώνει με την αυτοκτονία της χωρικής που πήρε τη σκόνη του Τζιριτόκωστα και με το ζητιάνο να ταξιδεύει για να συνεχίσει αλλού το αποτρόπαιο έργο του.
Ο Καρκαβίτσας στο ζητιάνο κατάφερε να περιγράψει την αμάθεια, την εξαθλίωση και τις δεισιδαιμονίες του απλού λαού της ελληνικής υπαίθρου σε ζωντανή δημοτική γλώσσα και να μας κληροδοτήσει ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Α’. Το συναπάντημα
Το Νυχτερέμι δεν είνε και από τα μεγάλα χωριά της Θεσσαλίας. Ριχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου –του κάμπου που απλώνεται τριγωνικός από τις δασωμένες ρίζες του Κισσάβου έως τα χαμοβούνια του Ολύμπου–, μοιάζει με το γειτονικό του Λασποχώρι, δίδυμα νεροστοιχειά, σωστοί Γήταυροι, παραχορτασμένοι με την παχειά χλωροσά και αποκαρωμένοι από τις μιασματικές αναθυμιάσεις των βάλτων. Με τα χαμόσπιτά του, όπου συζούν αρμονικά ζώα και άνθρωποι• με τα βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, όπου αποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα το αραποσίτι• με το κονάκι του μπέη ψηλό και αγέρωχο στη μέση και την μικρή και περιφρονημένην εκκλησούλα σε μίαν άκρη, έχει την φτωχικήν εκείνη και φοβισμένην έκφραση που έχουν όλα του κάμπου τα χωριά, τα δουλωμένα και τ’ ανάξια υπάρξεως.
Ήταν Κυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Μαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Τα γιαπιά –οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός– εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Εκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό και αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κι εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του. Ο Ραντζάκος ο πάρεδρος, εξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, με ψαρά μαλλιά και γένεια, με την βράκα και τα πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, εβοηθούσε τον παπά στο διάβασμα κι εφιλονικούσε πολλές φορές μαζί του, για την πιστήν εξήγηση των λέξεων. Ο Μαγουλάς, σαρανταχρονίτης, καλοδέματος με την αλατζένια ποδιά εμπρός, όχι τόσο για να προφυλάξη τη μισότριβη βράκα του, όσο για να δειχθή πως είνε του χωριού ο μοναδικός μπακάλης, με το ένα πόδι επάνω στο γιαπί κι επάνω στο πόδι το χέρι και στο χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι, άκουε με προσοχή μεγάλη και γυρίζοντας έλεγε καμμιά λέξη και αυτός εξηγηματική στους άλλους. Και οι άλλοι, ο Χαδούλης, ο Μπιρμπίλης, ο Τζουμάς, ο Κράπας και λοιποί, νέοι και γερόντοι, περίγυρα στα χείλη του γιαπιού γονατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοί είτε ολόρθοι, ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακρυά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους• με τις λερές και ξεσκλισμένες από τον ίδρωτα και την πολυκαιρία τραχηλιές, ανοιχτές έως τη μέση• με το στήθος μαύρο, τραχύ, δασωμένο, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριάγκαθα• με τα βρακιά ξεθωριασμένα και μυριομπαλωμένα• τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ’ ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό, άκουαν προσεχτικοί και κατά το άκουσμα καθενός το πρόσωπον άλλαζεν έκφραση και τα μέλη του σώματος θέση. Τώρα ο ένας εκουνούσε το κεφάλι αρνητικά• «όχι, δε γίνεται, όχι!». Τώρα ο άλλος εχαυνιζόταν ράθυμος• «ωχ αδερφέ, δε μας παραιτάς, λέω!». Τώρα τρίτος άνοιγε το στόμα κι έπαιζεν έξω τη γλώσσα του, κωμικά μορφάζοντας. Άλλος εγύριζε πλευρό, βαργομισμένος. Άλλος εσκάλιζε με το πόδι του τη λάσπη, βυθισμένος σε συλλογισμούς. Ο ένας ανοιγοσφαλούσε τα μάτια• ο άλλος εμασούσεν αδιάκοπα, χωρίς να έχη τίποτε στα δόντια, μόνον από συνήθεια, όπως τα φαγανά ζώα. Κι έξαφνα γιαμιάς όλοι, άπλωναν ανήσυχοι το σώμα προς τον Παπαρρίζο, ν’ αρπάξουν δυσκολονόητη φράση. Και όταν την εννοούσαν, εγύριζεν ένας στον άλλον, και το ευκολοδιέγερτο νευρικό τους σύστημα έδειχνεν όλη την ενέργειά του με λάμψιν αστραπής, που επλημμύριζε τα μικρά μάτια τους σαν συνεννόησις θυμού και κατάρας.
Και δεν είχαν άδικο να δείχνουν τόση περιέργεια οι Καραγκούνηδες. Το γράμμα, που εδιάβαζεν ο Παπαρρίζος, ήταν από τη Λάρισα του δικηγόρου και τους έλεγε νέα για την κατάστασή τους, την ύπαρξή τους αυτή.
Άλλοτε, από τον καιρό των προπάππων τους, το Νυχτερέμι, όπως και τ’ άλλα περίγυρα χωριά, επατήθηκεν από τον Αλή πασά. Ήταν τότε παντοδύναμος ο Αλής στα Γιάννινα και ο Βελής, ο γιος του, ήταν πασάς στον Τύρναβο. Κάποιος του επαίνεψε τον κάμπον αυτόν και κατά τη συνήθειά του ορέχτηκε να τον αποχτήση. Επαράγγειλε στον Βελή να προσκαλέσει τους προεστούς των χωριών και με περιποιήσες και φοβερίσματα, να τους αναγκάση να του κάμουν παραχωρητήριο. Όσα χωριά είχαν καλούς προεστούς αντιστάθηκαν τότε. Ο Γεροβαρσάμης, της Ραψάνης ο πρώτος, τρία χρόνια έκαμε φυλακισμένος στα Γιάννινα και τα μύρια υπόφερεν από τον Αλή, αλλά δεν υπόγραψε να παραδώση το χωριό. Στην Κρανιά, όταν επήγε με οπλοφόρους να πατήση ο Βελής, οι κάτοικοι εσυνάχθηκαν στην εκκλησιά του αγίου Ταξιάρχη με κλάυματα και στηθοκοπήματα, παρακαλώντας να βάλη το χέρι του στον άδικο δρόμο του πασά. Και το έβαλε δίχως χρονοτριβή. Εβγήκε με το σπαθί στο χέρι, άρπαξεν από τα σελοχάλινα το άλογο του Βελή και τον εγύρισε πίσω στον Τύρναβο με τους ανθρώπους του. Και το Κονομιό, το πλούσιο μοναστήρι των Κομνηνών, που κρέμετ’ επάνω από το Τσάγιεζι, στην πλαγιά του Κισσάβου, επόθησεν ο Βελής κι έστειλε χτίστες να του κάμουν κονάκι. Αλλ’ ο Χατζή Καμπέκος, ο προεστώς, επήγε κι έδιωξε τους χτίστες κι έπειτα επαρουσιάσθηκε στον πασά κι έτσι του μίλησε παλληκαρίσια: «Πασά μου, το κορμί τ’ ορίζω και σου το παραδίνω• κάμε το ό,τι θέλεις• μα το μοναστήρι που μου ζητάς, δεν είνε δικό μου και δε σου το δίνω!…». Αληθινά ο Καμπέκος εσφυροκοπήθηκεν από αρμό σε αρμό κι εξεψύχησε στο κούτσουρο. Αλλά το μοναστήρι με τα κρύα νερά και τα δάση και τα πλούσια μετόχια δεν επατήθηκε.
Τέτοιους όμως προεστούς δεν είχαν όλα τα χωριά. Του Νυχτερεμιού οι γερόντοι, μόλις τους εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν το παραχωρητήριο. Έτσι έκαμαν και στον Πυργετό και στην Αίγανη και στο Λασποχώρι. Είνε αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους. Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι, βρίζα, να δίνουν το τρίτο στον αφέντη. Τα σπίτια τους να τα χτίζουν οι ίδιοι και κανείς να μην ημπορή να τους διώξη. Τ’ αμπέλια και τα ζωντανά τους –λιανά και χοντρά– δικά τους να είνε και κανείς να μην ημπορή να τα πάρη. Με αυτούς τους όρους τα έλαβε και ο Χουρσίτ πασάς αργότερα, όταν ενίκησε τον Αλή. Τώρα όμως με την Προσάρτηση ο μπέης θέλει να τα κάμη τέλεια τσιφλίκια, όπως είνε και τ’ άλλα της Θεσσαλίας χωριά. Φυσικά οι χωριάτες αντιστάθηκαν• πολλές φορές έδιωξαν τους επιστάτες από τα κονάκια, αρνήθηκαν τα δοσίματα κι έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν.
Αλλά οι δίκες, έγραφε τώρα ο δικηγόρος, δεν είνε κρασί να το τελειώση κανείς σε μία ημέρα• ούτε πουλόσκωτο να το φάγη με μία χαψιά. Έπρεπε να έχουν υπομονή και να μη νομίζουν πως βρίσκονται ακόμη στην Τουρκιά. Τότε ο κατής με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας τον ναργιλέ του, ετελείωνε σε μίαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Τώρα το λέγουν Ελλάδα• έχουμε Σύνταγμα! Είνε δικαστήρια και δικογραφίες και δικηγόροι που κόβουν και ράβουν ώστε να πήξη το σάλιο στη γλώσσα τους για το συμφέρον των πελατών τους. Είνε δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσης, σοβαρό είτε αστείο. Αλήθεια πως τις περισσότερες φορές γράφουν αλλ’ αντ’ άλλων, εκείνο που συμφέρει στον καλοπλερωτή• αλλ’ ό,τι γραφή εκεί μια φορά, δεν ξεγράφεται. Κι είνε ακόμη ένορκοι δέκα-δώδεκα, είκοσι πολλές φορές, που κάθονται σοβαροί επάνω στα ψηλά σκαμνιά τους, όλο αυτιά και μάτια, και έπειτα πηγαίνουν μέσα και μυστικά συσκέπτονται και βγάζουν τη σοφή απόφασή τους. Για να γίνουν όλ’ αυτά, χρειάζεται βέβαια καιρός πολύς κι έξοδα πολλά• στο τέλος όμως βγαίνει μία απόφασις καθώς πρέπει. Είνε αλήθεια πως η Κυβέρνησις υποστηρίζει τον μπέη και το δικαστήριο φαίνεται τον ίδιο δρόμο να τραβά. Έχουν, βλέπεις, τον πρόξενο που πατάει ποδάρι. Έπειτα γνωστή είνε η τουρκοφιλία που πάσχουν όλες στη Λάρισα οι αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές, λες και με δέκα-δεκαπέντε μπέηδες θα σωθή το Ρωμέικο!… Αυτός όμως δεν θα τους αφήση και ας κάνουν ό,τι θέλουν• έχει τα μάτια του τέσσαρα• βρίσκεται κάθε ημέρα σε γραμματαλλαγή με τον πρωθυπουργό. Την υπόθεση την επήρ’ επάνω του αυτός και να μη τους μέλη. Δική τους είνε στο τέλος κι ας κουρεύονται.
Και με το τέλος αυτό ο δικηγόρος εσυμβούλευε τους χωριάτες να μην τον λησμονούν. Να του στείλουν κανένα ζωντανό – λιανό είτε χοντρό και δαμάλι ακόμη δεν επείραζε. Να του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν’ ασκί κρασί καλό χωρίς χαβούζα. Η χαβούζα, τα κουμπιά εκείνα του αγριοχόρταρου που ρίχνουν μέσα για να μαυρίζη, το χαλά παρά το φτιάνει το κρασί. Και ήθελε καλό κρασί, γιατί θα το έστελνε δώρον σε τρανό πρόσωπο της Αθήνας για τη δουλειά τους. Και τέλος εζητούσε να πάη μέσα ο πάρεδρος είτε ο Παπαρρίζος, να τα μιλήσουν.
Όλα καλά. Όμως το υστερόγραμμα δεν άρεσε καθόλου στους χωριάτες. Εμούγκρισαν γιαμιάς και καθένας έκαμεν από μία ζωηρή κίνηση. Άλλος εστριφογύρισε στη θέση του σαν κοπροσκούληκο• άλλος εσήκωσε ψηλά τη μύτη κι εσούφρωσε τα χείλη. Τρίτος εκατέβασε το λιγδωμένο φέσι με το μαύρο τσεμπέρι πίσω, να πάρη μέσα και τ’ αυτιά, λες και η φράσις ήταν ξεροπαγωνιάς φύσημα. Ο Μαγουλάς επέρασε στο σπιτομάγαζο• ο Χαδούλης έφυγεν• ο πάρεδρος εγύρισε τ’ απίστομα δίνοντας άφοβα τα πλατειά νώτα του στο ηλιοπύρι και ο Παπαρρίζος εδίπλωσε μ’ ευλάβεια το γράμμα, λες κι εδίπλωνε το πετραχήλι του.
– Κολοκύθια! εψιθύρισε με θυμό• εμείς πάμε να βγάλουμ’ έν’ αφέντη κι άλλος μας φύτρωσε.
– Κίνα τώρα να πας στη Λάρσα, επρόσθεσεν ο πάρεδρος• έχουμε μαθές τον καιρό και τσ’ ευκολίες του… Να μιλήσουμε• και τι να ειπούμε; Κολοκύθια στο πάτερο. Γεια σου, πάρεδρε, τι κάνουν τα ζωντανά; Πως πάει το καλαμπόκι; Κι όλο στα χέρια σε κοιτάζει. Κι άμα του μιλήσης για τη δουλειά, αν πήγες αδειανός, σου πετάει δυο λόγια και σ’ αφίνει μάρμαρο ως το βράδυ. Αν του πας τίποτε, σου αρχινά, μωρέ μάτια μου, κάτι λόγια που χάνεις τ’ αυγά και τα καλάθια. Και τι κάνουμε; Τον άνεμο κουβάρι…
– Αμ, Μοραΐτης και δικηόρος τι καρτεράς• είπε με χοντρή φωνή, σαν κατρακύλισμα χαλάρων ο Μπιρμπίλης… Μωρέ, λευθεριά που μας την ήφερεν, λιέω! Επλάκωσαν όλ’ οι απένταροι τσ’ Αθήνας και κοιτάν να μας γδάρουν ως το κόκκαλιο.
– Δώστε και χρειάζονται λίρες του κυρ Τραχήλη• ακούστηκεν από μέσα η βραχνή και ψιλή φωνή του Μαγουλά. Θα πληρώση το κονάκι του Ιμπράμπεη.
– Ποιο κονάκι; ερώτησεν ο Παπαρρίζος ξυώντας με γαμψά νύχια το στήθος του.
– Δεν το ξέρτε; είπεν ο Μαγουλάς προβάλλοντας ολόκορμος. Το κονάκι το μεγάλο, με τους ιστορισμένους τοίχους και τις μαρμαρένιες θύρες. Τ’ αγόρασεν ο κυρ Τραχήλης για τρεις χιλιάδες λίρες.
– Μωρέ! Είνε πλούσιος, λιέω! ερώτησεν ανοίγοντας τα μάτια μεγάλα, σαν πρωτογέννητο παιδί στο φως της ημέρας, ο Τζουμάς.
– Και τι; Μονάχ’ αυτό! εξακολούθησεν ο Μαγουλάς κουνώντας το κεφάλι. Και το κονάκι του Δερβίσμπεη αυτός το πήρε• και τ’ αμπέλι του Κουρά εφέντη στον ποταμό, και το τσιφλίκι του Οσμάν αγά στο Τατάρι αυτός. Τι λιέτε; Έχει λίρα με ουρά!…
– Και να συλλογιστή κανείς πως, σαν ήρθε στην Κατάληψη, δεν είχε ρούχο να φορέση!… εψιθύρισε σιγά ο πάρεδρος.
– Άξοι ανθρώποι• εσυμπέρανεν ο Παπαρρίζος. Μας ηύραν όλους ζωντόβολια και μας μάδησαν.
– Λιένε μάλιστα πως του μύρισε και για βουλιαχτής• επρόσθεσεν ο Μαγουλάς, ανυπόμονος να δείξη πόσα μυστικά της Λάρισας εγνώριζε.
– Αμ δε! έκαμεν ο Χαδούλης, που εγύρισε να ξεθυμάνη με λόγια εναντίον του δικηγόρου. Όρεξη νάχη κιόλα! Ξένον άνθρωπο, λιέω, θα παν να βγάλουν βουλιαχτή οι Λαρσινοί…
– Αμ όλο ξένους δε βγάνουν; ερώτησεν ο πάρεδρος• ξέχωρ’ από τον Παπού, οι άλλοι ξένοι είνε.
– Τι καλά που κάνουμ’ εμείς και πάμε στον Τούρναβο! Έχεις τον άνθρωπό σου, αδερφέ• σε ξέρει και τον ξέρεις!… Πας στον Κουφό και του λιες τούτο κι εκείνο κι αμέσως η δουλειά του γίνηκε• είπεν ο Μπιρμπίλης ευχαριστημένος που ηύρε καιρό να παινέψη τον φίλο του βουλευτή.
Αλλ’ ο πάρεδρος, που ήταν αντίθετός του και είχεν άλλον κομματάρχη, εσηκώθηκεν ορθός και του έκοψεν αμέσως τον λόγο.
– Σώπα, κουμπάρε! Σώπα, λιέω, και δεν ντρέπεσαι να μιλάς για τον Κουφούλιακα!… Θα μου ειπής και για λόγου του πως μπορεί να δουλέψη φίλο!… Ας μας λυτρώση, ντε, σαν μπορή, από τον μπέη και να του δίνουμε όλοι μονόβολιο.
Ο μπέης, ο κύριος του χωριού, είχε καταντήσει λυδία λίθος, όπου εδοκίμασαν οι χωριάτες την πολιτική δύναμη όλων των κομματαρχών. Από την ημέρα που άρχισαν, επιτήδεια συνδαυλισμένοι από άεργους της Λάρισας δικηγόρους, τη διαφορά τους με τον μπέη, εκείνος οπλίσθηκε με τα χρήματα και την παντοδύναμη υποστήριξη του προξένου του, και αυτοί με τη βαρύτητα των πολιτικών της επαρχίας. Ο μπέης, εμπιστευμένος στα όπλα του, μ’ εκείνα υπερασπιζόταν ακόμη κι επίστευε να νικήση τέλος. Οι Καραγκούνηδες όμως άλλαξαν ένα με τον άλλον όλους τους πολιτευομένους, δίνοντας υπόσχεση ότι εκείνος που θα ελευθερώση το χωριό θ’ ανακηρυχθή σωτήρας και θα τον ψηφίζουν όλοι μονόβολο. Αλλά δεν ευρήκαν τίποτε περισσότερο σ’ αυτούς, παρά λόγια και υποσχέσεις. Απελπισμένοι τότε και απαιδαγώγητοι στις πολιτικές ελευθερίες, έκαμαν ό,τι και οι ομόφυλοί τους των παλαιών επαρχιών. Άφησαν τις κοινοτικές υποθέσεις στου πεπρωμένου τη διάκριση κι εκοίταξαν τ’ ατομικά τους. Καθένας έκαμε πολιτικό του φίλο εκείνον που κι επί τουρκοκρατίας ήξευρε πως είχεν δύναμιν αναγνωρισμένη. Το αρχοντικόν όνομα τους εθάμπωσε και το επεριτριγύρισαν όλοι, πρόθυμοι να το υπερασπισθούν και να θυσιασθούν ακόμη προς χάριν του. Επειδή όμως κάτι έπρεπε να έχουν για να δικαιολογούν την ασυμφωνία τους στις κοινοτικές υποθέσεις, εξακολουθούσαν ακόμη να προβάλλουν τ’ όνομα του μπέη στις κομματικές φιλονικίες τους. Βέβαιοι πως κανείς πολιτευόμενος δεν ήταν ικανός ν’ αλλάξη την τύχη τους, εδείχνονταν πρόθυμοι να θυσιασθούν αυτοί χάριν της κοινότητος. Κουτοπόνηροι ήθελαν μόνον να πεισμώνουν και να εξευτελίζουν τον αντίπαλον εμπρός στους συντοπίτες τους με της μικροπολιτικής τα καμώματα πάντοτε στον νου. Τον ίδιο σκοπό είχε τώρα και ο Καραγκούνης. Αλλ’ ο Μπιρμπίλης, που δεν ήταν κατώτερός του στα εκλογικά τερτίπια, είπεν αμέσως με ειρωνεία:
– Όχι• ας το κάμη η δικός σου η γιατρός και να ’ρθουμε μεις μονόβολιο.
– Η δικός μου το κάνει• εφώναξεν έξω φρενών ο πάρεδρος.
– Δεν το κάνει! επέμεινεν ο Μπιρμπίλης.
– Το κάνει!…
– Δεν το κάνει!…
Και ορθοί τώρα επλησίαζαν ένας τον άλλον με μάτια φωτεινά, με όψιν εγριεμένη, έτοιμοι να πιασθούν μαλλιά με μαλλιά. Κατά τύχην, εκείνη την ώρα εκατέβαινεν από το κονάκι ο Ντεμίς αγάς, ο επιστάτης του χωριού, με το ψηλό κατακόκκινο φέσι του.
Αφ’ ότου οι χωριάτες άρχισαν ν’ αγριεύουν και να διαφιλονικούν τα κυριαρχικά του μπέη δικαιώματα, ο Ντεμίς αγάς δεν εκατοικούσε πλέον στο χωριό. Τον περισσότερον καιρό έμενε στη Λάρισα, όπου εφρόντιζε για την υπόθεση του κυρίου του.
Η Σειρά «Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ» σε σκηνοθεσία του ΜΑΡΙΟΥ ΡΕΤΣΙΛΑ είναι διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ και εξελίσσεται σε δεκατρία επεισόδια. Ο αδίστακτος επαγγελματίας επαίτης ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΙΡΙΤΗΣ ή ΤΖΙΡΙΤΟΚΩΣΤΑΣ (ΑΝΕΣΤΗΣ ΒΛΑΧΟΣ) αποφασίζει να αφήσει την επαιτεία σε όλη την ΕΛΛΑΔΑ, τη ΣΜΥΡΝΗ, τη ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ και τη ΒΛΑΧΙΑ και να επικεντρωθεί στον Θεσσαλικό Κάμπο, όπου οι Τούρκοι έχουν πια φύγει και οι μεγαλοτσιφλικάδες δεσπόζουν και εκμεταλλεύονται τους φτωχούς χωρικούς. Ο Ζητιάνος ΤΖΙΡΙΤΟΚΩΣΤΑΣ, μαζί με τον παραγιό του ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΗ (ΣΠΥΡΟΣ ΜΠΙΜΠΙΛΑΣ) φτάνουν στο χωριό ΝΥΧΤΕΡΕΜΙ, όπου εκμεταλλεύεται με κάθε μέσο και χωρίς ηθικούς φραγμούς την αφέλεια των αθώων και φτωχών κατοίκων. Στο χωριό ΚΡΑΚΟΥΡΑ, οι κάτοικοι είναι επαγγελματίες ζητιάνοι και προετοιμάζουν και διδάσκουν τα παιδιά τους να ζητιανεύουν. Από αυτό το χωριό κατάγεται και ο ΤΖΙΡΙΤΟΚΩΣΤΑΣ, ο οποίος νοικιάζει παιδιά από τις οικογένειες τους και τα παίρνει μαζί του στα ταξίδια του ανά την ΕΛΛΑΔΑ για να ζητιανεύουν.
Μπορείτε να δείτε και τα 13 επεισόδια της σειράς από την ψηφιακή αρχειοθήκη της ΕΡΤ
01 | 02 | 03 | 04 | 05 | 06 | 07 | 08 | 09 | 10 | 11 | 12 | 13
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου