Η Μέλια και η Μυρτώ είναι δυο κοριτσάκια που ζουν το 1936 σ’ένα νησί του Αιγαίου. Ο παππούς τους τούς διηγείται, αντί για παραμύθια, μύθους και θρύλους για τους αρχαίους Έλληνες. Ο ξάδερφος του ο Νίκος, φοιτητής από την Αθήνα, τις μαγεύει με την ιστορία ενός τίγρη-το καπλάνι, όπως το λένε στο νησί- που βρίσκεται βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα στη μεγάλη σάλα του σπιτιού τους. Λίγο λίγο μπλέκονται στο παιχνίδι του καπλανιού της βιτρίνας μικροί και μεγάλοι ύστερα από κάτι που συνέβηκε μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού, στις αρχές του Αυγούστου.
Ο ΘΕΙΟΣ ΠΛΑΤΩΝ Ένα γαϊδουράκι από την Ελλάδα διηγείται τη ζωή του σε δύο Ελληνόπουλα που ζούν στη Μόσχα. Μέσα από τα περιστατικά που αφηγείται με διασκεδαστικό τρόπο, βλέπει κανείς τις συνήθειες των ανθρώπων της ξένης αυτής χώρας κι αντιλαμβάνεται την έντονη νοσταλγία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων για την πατρίδα τους.
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει! Και μάλιστα μιλάει. Μόνο όμως με τον Γιάννη και την Ειρήνη ή αλλιώς τον Βάνια και την Ίρα, δυο αδέρφια που ζουν με τους γονείς τους εξόριστοι στη Μόσχα. Ένα πάνινο γαϊδουράκι, δώρο του θείου Πλάτωνα από την Ελλάδα, με ένα φερμουάρ στο στήθος που κρύβει μέσα μια κόκκινη καραμέλα, την καρδιά του, γίνεται ο αχώριστος φίλος των παιδιών στον οποίο λένε όλα τα μυστικά και τις σκέψεις τους. Με αρχηγό την πανέξυπνη και σοφή Ίρα καταστρώνουν ένα μεγάλο σχέδιο. Στην πορεία όμως θα αλλάξουν γνώμη…
27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του.
Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω… έγινε πόλεμος. δεν ακούς τις σειρήνες;»
Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο, αγαπούσε με πάθος τις αμερικάνικες ταινίες και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο – μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών.
Με οδηγό τους αγαπημένους του ήρωες από την ελληνική ιστορία και την εφηβεία προ των πυλών ο Πέτρος, με την αδελφή του και τους φίλους του, δε διστάζει να πάρει μέρος στην Αντίσταση, σαμποτάροντας γερμανικά οχήματα, γράφοντας στους τοίχους «ΠΕΙΝΑΜΕ! ΔΩΣΤΕ ΜΑΣ ΝΑ ΦΑΜΕ» και έχοντας πάντα για σύνθημα ένα τραγούδι που φλογίζει τις καρδιές τους:
Πάντα μπροστά μας, για μια καινούρια ζωή…
Πάντα μπροστά μας, για μια καινούρια ζωή…
Λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940, κάπου στο Μαρούσι, ζει με τους γονείς της η Ελευθερία, ένα δεκάχρονο κορίτσι, που τα δίδυμα μικρότερα αδέρφια της φωνάζουν Λέτρω και όταν θυμώνουν μαζί της πλασμώδιο του Λαβεράν. Απεχθάνεται το νοικοκυριό και τις «γυναικείες» δουλειές, ενώ τρελαίνεται για ό,τι δεν εγκρίνει ο πατέρας της: 8ιαβάζει με μανία βιβλία, ανυπομονεί να δει θέατρο, ρίχνει κλεφτές ματιές στην εφημερίδα, εύχεται κάποτε να μοιάσει στην Αντιγόνη του Σοφοκλή.
Στο πάνω πάτωμα του σπιτιού τους ο κύριος Μαρσέλ, ένας Γάλλος που ζει μόνιμα στην Ελλάδα, έχει υπό την προστασία του τον ανιψιό του Μπενουά ο οποίος γίνεται αχώριστος φίλος των παιδιών. Λιγοστά τα παιχνίδια τους -βόλοι, σβούρες, σκοινάκι, γιογιό κι ένα ζευγάρι πατίνια με καρουλάκια-, αλλά αστείρευτη η φαντασία τους. Όλοι μαζί σκαρφίζονται χίλιες δυο ιστορίες που μαγεύουν και τους ίδιους. Και πόσα ακόμα θα σκέφτονταν να κάνουν εάν δεν τους εμπόδιζαν οι μεγάλοι…
Οι μεγάλοι και τα παιδιά. Δυο κόσμοι τόσο διαφορετικοί που όσα χρόνια κι αν περάσουν οι νόμοι τους και η γλώσσα τους δεν θα είναι ποτέ κοινά. Ο καθένας κουβαλάει τη δική του αλήθεια. Γι’ αυτό άλλωστε και πίσω από μια μωβ ομπρέλα μπορεί να κρύβονται πολλές!
Τις ράγιες που «οδηγούν» σε μια καινούρια ζωή κοιτάει κάθε μέρα από το παράθυρό της η δεκάχρονη Σάσα.
Το Κουκούτσι, όπως τη φωνάζει ο πατέρας της, αναζητά απαντήσεις σε χιλιάδες ερωτήματα που ξεφυτρώνουν κάθε λίγο και λιγάκι σαν μανιταράκια στο κεφάλι της.
Ποιος θα της λύσει τις απορίες; Η μαμά της και η Ντούνια, που δουλεύει χρόνια στο σπίτι τους, δεν έχουν πολλή υπομονή για εξηγήσεις.
Ποιος θα της λύσει τις απορίες; Η μαμά της και η Ντούνια, που δουλεύει χρόνια στο σπίτι τους, δεν έχουν πολλή υπομονή για εξηγήσεις.
Μόνη της ελπίδα ο πατέρας της που την ακούει προσεκτικά και στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του της εξηγεί όσα εκείνη διψάει να μάθει.
Ο Σουσάμης –έτσι τον φωνάζει η κόρη του– είναι γιατρός και δε διακρίνει τους αρρώστους σε πλούσιους και φτωχούς, ούτε σε Ρώσους και Πολωνούς ή Εβραίους, ούτε σε χριστιανούς και αλλόθρησκους.
Με αυτές τις αξίες μεγαλώνει η Σάσα στην προεπαναστατική Ρωσία καταφέρνοντας να υψώσει το ανάστημά της στην αδικία και να μάθει τι σημαίνει να είσαι αληθινός ήρωας.
Παρακολουθεί όσα συμβαίνουν γύρω της και περιμένει με λαχτάρα και ενθουσιασμό, που μόνο τα παιδιά μπορεί να έχουν, τη μεγάλη αλλαγή που χτυπάει την πόρτα της.
Ο Σουσάμης –έτσι τον φωνάζει η κόρη του– είναι γιατρός και δε διακρίνει τους αρρώστους σε πλούσιους και φτωχούς, ούτε σε Ρώσους και Πολωνούς ή Εβραίους, ούτε σε χριστιανούς και αλλόθρησκους.
Με αυτές τις αξίες μεγαλώνει η Σάσα στην προεπαναστατική Ρωσία καταφέρνοντας να υψώσει το ανάστημά της στην αδικία και να μάθει τι σημαίνει να είσαι αληθινός ήρωας.
Παρακολουθεί όσα συμβαίνουν γύρω της και περιμένει με λαχτάρα και ενθουσιασμό, που μόνο τα παιδιά μπορεί να έχουν, τη μεγάλη αλλαγή που χτυπάει την πόρτα της.
Κωνσταντίνα! Κωνσταντίνα! Κωνσταντίνα! Και έλεγε ότι δε θα ακούσει σήμερα τη γιαγιά της και τις τρεις αχώριστες φίλες της. Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Ε, βέβαια, πού να καταλάβουν αυτές από εφηβεία, που είναι της γενιάς της Κατοχής! «Μα δεν πήρες είδηση τίποτα;» ρωτάει και ξαναρωτάει η γιαγιά.
«Όχι, τίποτα.» Είχε τόσο χαρεί για την καινούρια τους ζωή στη Γερμανία, που ούτε της πέρασε απ’ το νου πως οι γονείς της μια μέρα θα χώριζαν. Κι ακόμη χειρότερα: ότι θα την έστελναν πίσω στην Ελλάδα να ζήσει με τη γιαγιά της για κάποιο διάστημα. Όμως την Κωνσταντίνα δεν τη νοιάζει τίποτε πια. Ούτε το διαζύγιο των γονιών της και οι καινούριες τους οικογένειες, ούτε η γκρίνια της γιαγιάς και τα προβλήματα στο νέο της σχολείο. Αυτή έχει βρει τη λύση. Ας είναι καλά ο Λουμίνης, ένα αγόρι από μεγαλύτερη τάξη. Ένα γαλάζιο θαυματουργό χαπάκι κι ύστερα άλλο ένα κι ύστερα πολλά θαυματουργά χαπάκια, κι ύστερα πολλά θαυματουργά ψέματα και μια στα ουράνια, μια στο γκρεμό, κι ύστερα… δεν έχει επιστροφή. Σίγουρα δεν έχει;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου